ἄτῑμος

ἄτῑμος
ἄ-τῑμος, (1) ungeehrt, verachtet, entehrt; τινός, einer Sache unwert geachtet; schimpflich. (2) nicht mit Geldwert abgeschätzt; ungestraft. (3) der bürgerlichen Rechte beraubt, bes. in Athen ein durch Gesetz u. Richterspruch ganz od. zum Teil seiner bürgerlichen Rechte verlustig u. für ehrlos erklärter Bürger, nächst Tod u. Verbannung die härteste Strafe

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άτιμος — η, ο (AM ἄτιμος, ον) [τιμή] 1. αυτός που δεν τιμάται, ο περιφρονημένος 2. επονείδιστος, αισχρός νεοελλ. 1. ατιμωτικός 2. μισητός, ελεεινός 3. (για γυναίκα) ανήθικη, μοιχαλίδα αρχ. μσν. (για αντικείμενο) χωρίς αξία, ευτελής αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • άτιμος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει τιμή, ο ανυπόληπτος, ο ανήθικος: Ήταν άνθρωπος άτιμος, ικανός για όλα. 2. αυτός που φέρνει ατιμία, ντροπή: Στην περίπτωση εκείνη είχε δείξει άτιμη συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄτιμος — ἄτῑμος , ἄτιμος unhonoured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία …   Dictionary of Greek

  • ἀτιμότερον — ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured adverbial comp ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured masc acc comp sg ἀτῑμότερον , ἄτιμος unhonoured neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀτιμοτάτας — ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc superl pl ἀτῑμοτάτᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτάτων — ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured fem gen superl pl ἀτῑμοτάτων , ἄτιμος unhonoured masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέρα — ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc/acc comp dual ἀτῑμοτέρᾱ , ἄτιμος unhonoured fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέραις — ἀτῑμοτέραις , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl ἀτῑμοτέρᾱͅς , ἄτιμος unhonoured fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμοτέρας — ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem acc comp pl ἀτῑμοτέρᾱς , ἄτιμος unhonoured fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”